- φλύκταιναι
- φλύκταιναblisterfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο … Dictionary of Greek
ωπή — ἡ, Α 1. θεώρηση, θέαση 2. όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό («φλύκταιναι... ἀμυδρήεσσαι ἐς ὠπήν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με μακρό φωνηεντισμό από το θ. οπ τού ὄπωπα, παρακμ. τού ὁρῶ (βλ. λ. όπωπα)] … Dictionary of Greek